επιχειρηματικές

επιχειρηματικές
η , ό[ν]
1) предпринимательский; 2) предприимчивый;

επιχειρηματικές νούς — предприимчивый человек;

επιχειρηματικέςό πνεύμα — предприимчивость;

έχω επιχειρηματικέςό πνεύμα — быть предприимчивым


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επιχειρηματικές" в других словарях:

  • Olympic Air — IATA OA ICAO OAL Callsign OLYMPIC …   Wikipedia

  • επιχειρηματικός — ή, ό (Α ἐπιχειρηματικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεύθυνση και διαχείριση επιχειρήσεων («ο επιχειρηματικός κόσμος τής χώρας», «επιχειρηματική δραστηριότητα, κίνηση» κ.λπ.) 2. ο ικανός να διευθύνει επιχείρηση… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • Γκουάμ — Έκταση 549 τ. χλμ. Πληθυσμός: 157.557 κατ. (2001) Πρωτεύουσα: Αγκάνια (Hagatna)Νησί του βορειοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, που τελεί υπό καθεστώς κτήσης των ΗΠΑ. Έχει συνολική έκταση 549 τ. χλμ. και πληθυσμό 157.557 κατ. (2001) με πυκνότητα 287 κάτ …   Dictionary of Greek

  • δημόσια επιχείρηση — Με την ευρεία έννοια ο όρος αναφέρεται σε κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, της οποίας φορέας από οικονομική άποψη είναι το κράτος ή άλλος οργανισμός δημοσίου δικαίου. Με την έννοια αυτή, δ.ε. θεωρούνται όχι μόνο οι δημόσιες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Ζαχάρωφ, Βασίλειος — (Μικρά Ασία 1849 – Μόντε Κάρλο 1936). Έλληνας επιχειρηματίας. Έδρασε κυρίως στην Ευρώπη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εμπόριο όπλων και πετρελαίου. Ήρθε νέος στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, αρχικά ως διερμηνέας και… …   Dictionary of Greek

  • Κου Κλουξ Κλαν — (Ku Klux Klan). Μυστική ρατσιστική οργάνωση με δράση στις ΗΠΑ. Η ονομασία της μάλλον προέρχεται από το Kuklos (= κύκλος), φοιτητική λέσχη της πόλης Πουλάσκι στην πολιτεία Τενεσί. Εμφανίστηκε στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ μετά τον εμφύλιο πόλεμο… …   Dictionary of Greek

  • Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι …   Dictionary of Greek

  • Μακάο — Ειδική διοικητική περιφέρεια (21 τ. χλμ., 461.833 κάτ. το 2002) της Κίνας.Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της Κίνας, Δ του Χονγκ Κονγκ. Αποτελείται από μία χερσόνησο και τρία νησιά, το Κολοάνε και τα δύο νησιά Τάιπα, που βρίσκονται στα Ν της… …   Dictionary of Greek

  • Μάρκοβιτς, Χάρι — (Harry Markowitz, Σικάγο 1927 –). Αμερικανός οικονομολόγος. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών σπουδών του εντάχθηκε στο ερευνητικό κέντρο Cowles Commission for Research in Economics, υπό την …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»